- περισπώμενα
- περισπάωdraw off from aroundpres part mp neut nom/voc/acc plπερισπάωdraw off from aroundpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισπωμένας — περισπωμένᾱς , περισπάω draw off from around pres part mp fem acc pl περισπωμένᾱς , περισπάω draw off from around pres part mp fem gen sg (doric aeolic) περισπωμένᾱς , περισπάω draw off from around pres part mp fem acc pl περισπωμένᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
ακροδώμητος — η, ο αυτός που δεν έχει επιστεγαστεί με ακρόδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακροδωμίζω αντί ακροδώμιστος, αναλογικά προς επίθετα που προέρχονται από περισπώμενα ρήματα. Ο τονισμός της λ. στην προπαραλήγουσα προσδίδει στο αρκτικό α στερητική σημασία] … Dictionary of Greek
εξαφορμούμαι — ἐξαφορμοῡμαι, έομαι (Μ) προβάλλω ως δικαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το μεσ. εξαφορμίζομαι τού εξαφορμίζω* κατά τα περισπώμενα] … Dictionary of Greek
ευχούμαι — εὐχοῡμαι (Μ) δίνω την ευχή μου, εύχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < ευχήθην, αόρ. τού εύχομαι, κατ αναλογία προς περισπώμενα ρ. με όμοιο αόρ. (πρβλ. εποιήθην τού ποιούμαι] … Dictionary of Greek
θρήνομαι — και θρηνοῡμαι, έομαι βλ. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρηνούμαι, με αναβιβασμό του τόνου κατά ορισμένα συνώνυμα μη περισπώμενα, όπως το δέρνομαι (πρβλ. μούγκομαι μουγκούμαι)] … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
κυνώ — (I) κυνῶ, άω (Α) [κύων] κυνίζω*. (II) κυνῶ, έω (Α) 1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.) 2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.) 3. προσκυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… … Dictionary of Greek